στρόφιγγα

στρόφιγγα
η
1. μικρός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι.
2. κάνουλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται …   Dictionary of Greek

  • στρόφιγγα — στρόφιγξ pivot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχόμετρο — Όργανο συλλογής και μέτρησης της ποσότητας της βροχόπτωσης, χρησιμοποιούμενο στα κέντρα μετεωρολογικών παρατηρήσεων. Αποτελείται από ένα κυλινδρικό δοχείο, τοποθετημένο κατακόρυφα στην ύπαιθρο, που καταλήγει προς τα πάνω σε μία ορειχάλκινη… …   Dictionary of Greek

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • αναπνοιά — και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια) αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή νεοελλ. 1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό 2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα… …   Dictionary of Greek

  • ατμόληψη — η 1. λήψη ατμού 2. στρόφιγγα που επιτρέπει ή εμποδίζει την κυκλοφορία του ατμού στους ατμοσωλήνες …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… …   Dictionary of Greek

  • διεκρευστήρας — ο [διεκρέω] (για δεξαμενή, βυτίο κ.λπ.) σωλήνας με στρόφιγγα απ όπου τρέχει νερό, κρασί κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • επιστόμιο — το (Α ἐπιστόμιον) [στόμιο] νεοελλ. 1. το μέρος τού πνευστού οργάνου στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλη τού μουσικού 2. το ράμφος τών πνευστών οργάνων 3. το μέρος τού τσιγάρου με το φίλτρο 3. δικλίδα για την απόφραξη σωλήνα στα άκρα του ή οπής διαφυγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”